ὑπέροπτος — disdainful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπτως — ὑπέροπτος disdainful adverbial ὑπέροπτος disdainful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροπτον — ὑπέροπτος disdainful masc/fem acc sg ὑπέροπτος disdainful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπτου — ὑπέροπτος disdainful masc/fem/neut gen sg ὑπερόπτης contemner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπτων — ὑπέροπτος disdainful masc/fem/neut gen pl ὑ̱περόπτων , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 3rd pl ὑ̱περόπτων , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 1st sg ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπεροπτάω over bake imperf ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροπτα — ὑπέροπτος disdainful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέροπτοι — ὑπέροπτος disdainful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεροπτεύω — Α [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] ὑπερορῶ* … Dictionary of Greek
υπεροπτικός — ή, ό / ὑπεροπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος] αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό… … Dictionary of Greek
υπεροπτώ — άω, Α [ὑπέροπτος (II)] ψήνω περισσότερο από το κανονικό, παραψήνω … Dictionary of Greek